-
1 παναισθησία
πᾰν-αισθησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναισθησία
См. также в других словарях:
παναισθησία — παναισθησία, ἡ (Α) πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσθησία] … Dictionary of Greek