-
1 πανάγυρις
1 assemblyΖηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον, Πανελλάνεσσι δ' ἐρίζομενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.28
-
2 πανάγυρις
πανά̱γυρις, πανήγυριςgeneral: fem nom sg (doric) -
3 καταλείπω
καταλείπω, later [full] καταλιμπάνω (q.v.), [dialect] Ep. also [full] καλλείπω Il.10.238: [tense] fut.Aκαλλείψω 14.89
: [tense] aor.κάλλῐπον 12.92
: [tense] aor. 1 subj.καλλείψῃς Q.S.10.299
; part.καλλείψας Nonn.D.32.130
;καταλείψας Luc. DMeretr.7.3
; [dialect] Ion. iterat. καταλίπεσκε (κατελίπεσκε, καταλειπέεσκε codd.) Hdt.4.78: [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] fut. καταλείψομαι (in pass. sense) X.An.5.6.12: [tense] aor. 2- ελιπόμην Hdt.3.34
, Pl. Smp. 209d (in pass. sense, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene)):—[voice] Pass., [tense] fut.καταλειφθήσομαι Isoc.15.7
, 17.1:— leave behind,πὰρ δ' ἄρ' ὄχεσφιν ἄλλον.. κάλλιπεν Il.12.92
; esp. of persons dying or going into a far country, ;οὖρον.. κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν Od.15.89
; ; so later, ;φύλακον κ. τινά Id.1.113
, cf. 2.103:—[voice] Med., καταλείπεσθαι παῖδας leave behind one, Pl.Smp.l.c., cf. Hdt.3.34, etc.:— [voice] Pass., to be left, remain behind,κατελέλειπτο ἐν Πέρσῃσι Hdt.1.209
, cf. 7.170, X.An.5.6.12: c. gen., [ στρατὸς] καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ a force left behind the rest, Hdt.9.96.2 bequeath, [ τόξον]παιδὶ κάλλιπ' ἀποθνῄσκων Od.21.33
: metaph., , cf. 11.279; ;τοῖς θρέψασι λύπας Lys.2.70
; παισὶν αἰδῶ οὐ Χρυσὸν κ. Pl.Lg. 729b: c. inf., εἰ καταλείψει μηδὲ ταφῆναι not enough to be buried with, Ar.Pl. 556:—[voice] Pass., [ Χρήματα]καταλειφθέντα Is.1.45
.b κ. διαθήκας leave a will (when going on service), Id.9.14.3 [voice] Med., leave in a certain state,κόλπον βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Hdt.6.125
.II forsake, abandon, οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν.. καλλείψειν; Il.14.89, cf. 22.383; πολλοὺς καταλείψομεν we shall leave many upon the field, 12.226;ὤ μοι, εἰ μέν κε λίπω κάτα τεύχεα 17.91
;κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160
: c. inf., ; σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι κ. 5.344;μέλη.. θηρσὶν βοράν E.Supp.46
(lyr.); ;μή με καταλίπῃς μόνον S.Ph. 809
;οἰκίας τε καὶ ἱερά Th. 2.16
; πατέρας καὶ ξυγγενεῖς ἀτίμους κ. Id.3.58; κ. τὴν δίαιταν not to appear at the trial, Test. ap. D.21.93.III leave remaining,ὀκτὼ μόνον X.An.6.3.5
codd.; κ. ἄφοδον leave an exit, ib.4.2.11:—[voice] Med.,κ. στενὴν διέξοδον Pl.Ti. 73e
; - λείπεσθαι ἑαυτῷ reserve for oneself, X.Mem.1.1.8;ὑπερβολὴν οὐ κ. Χαρᾶς Plb.16.23.4
, cf. 16.25.6:—[voice] Pass., to be left, remain, τίς ἔτι ἡδονὴ -λείπεται; Lys.2.71, cf. Ep.Hebr.4.1, etc.; of the remainder in calculations, PPetr.3p.326, al. (iii B.C.), Nicom.Ar.1.13.13, etc.: impers. καταλείπεται c. inf., it remains that.., τὸν κόσμον κ. ἀθάνατον εἶμεν Aristaeusap.Stob.1.20.6, cf. D.Chr.37.16, etc.; - λείπεται μάχη yet remains to be fought, X.Cyr.2.3.11.b leave undisputed,τὰς παραλλαγάς Phld.Sign.24
: hence, admit, allow the truth of a doctrine, Id.Po.5.34, Demetr.Lac.Herc.1055.13:—[voice] Pass., Phld.Piet. 80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλείπω
-
4 πανήγυρις
A general or national assembly, ; esp. a festal assembly in honour of a national god,Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης Archil.120
;Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Pi.O.9.96
; πανηγύριας πανηγυρίζειν, ποιήσασθαι, to hold such festivals, keep holy-days, Hdt.2.59, 58;συναγαγεῖν Isoc.4.1
;διαλύειν X.Cyr.6.1.10
; ; θεωρίαι ἐς τὰς ἐν τῇ Ἑλλάδι π. Decr. ap. D.18.91;Ὀλυμπίαζε εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων π. ἐπανιών Pl.Hp.Mi. 363c
; in Caria, PCair.Zen. 341 (a) 11 (iii B. C.); in Egypt, PHib.27.76 (iii B. C.), etc.;ἐν ταῖς π. καὶ δείξεσι τῶν σοφιστῶν Phld.Rh.2.256S.
;ἁμίλλαις ἱππικαῖς καὶ πανηγύρει προσκαθήμενος Jul.Or.1.39c
;π. ἐμπορικόν τι πρᾶγμα Str.10.5.4
, cf. CIG4474.35 ([place name] Baetocaece), Prisc.p.277 D.3 metaph., π. ὀφθαλμῶν feast for the eyes, Ael.VH3.1, cf. Lib.Or.59.145; τὸν.. Ἔχετον χρυσὸν ἀποδείξων καὶ π. destined to exhibit E. as gold and a feast (by comparison with himself), Eun.Hist.p.236D.b in bad sense, παίγνιον ὁ βίος καὶ πλάνη καὶ π. Vett. Val.246.2.II people assembled, τῇ π. δέος ἐγένετο μὴ .. Th.5.50: generally, crowd, audience,ὅταν ᾖ π. Thphr.Char.6.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανήγυρις
См. также в других словарях:
πανάγυρις — πανάγυρις, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. πανήγυρις … Dictionary of Greek
πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναγύριος — Παναγύριος, ὁ (Α) [πανάγυρις] ονομασία ενός μήνα στην Άμφισσα … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek