-
1 παλινδαής
A learnt again, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδαής
См. также в других словарях:
παλινδαής — παλινδαής, ές (Α) αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού αμάρτυρου *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek