-
1 παλιναιρετος
2снова взятый, вновь используемый, т.е. бывший в употреблении, изношенный(π. καὴ διεφθαρμένος Plat.)
-
2 διαιρετος
31) делимый, разложимый(δ. καὴ πάλιν σόνθετος Xen.; πλῆθος Arst.)
2) разбирающийся на части, разборный(ναῦς Arst.; πλοῖα Diod.)
3) разделенный, распределенный(μοῖρα γῆς Soph.)
4) различающийся, отличный5) различимый, определимыйοὐ λόγῳ δ. Thuc. — невыразимый, необъяснимый
См. также в других словарях:
παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον … Dictionary of Greek