-
1 παλιν-αυξής
παλιν-αυξής, ές, wieder wachsend, περιωπή, Theaet. Schol. 4 ( Plan. 221) u. öfter bei Nonn., z. B. D. 9, 159. 25, 541.
-
2 παλιναυξής
πᾰλῐν-αυξής, ές,A growing again, APl.4.221 (Theaet.), Nonn.D.25.542.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιναυξής
-
3 παλιναυξής
παλιν-αυξής, ές, wieder wachsend
См. также в других словарях:
παλιναυξής — παλιναυξής, ές (Α) αυτός που αυξάνεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αυξής (< αὔξω), πρβλ. ευ αυξής] … Dictionary of Greek