-
1 παλιρροια
ион. πᾰλιρροίη ἥ1) прилив и отлив(δῖναι καὴ π. Her.; перен. τῆς ὁρμῆς Plut.)
2) колебание, смена(τοῦ θερμοῦ Arst.)
3) изменчивость, превратность(τῶν πραγμάτων Polyb.; τῆς τύχης Diod.)
См. также в других словарях:
κατάρροια — κατάρροια, ἡ (Α) 1. η ροή προς τα κάτω 2. το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά ρροια, παλί ρροια] … Dictionary of Greek
εύροια — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου. Η ονομασία της οφείλεται στα άφθονα νερά της. Στην περιφέρειά της βρισκόταν το χωριό Σωρεία (σημερινό Σούλι), όπου, κατά την παράδοση, ο άγιος … Dictionary of Greek