Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πᾰλί-ρροια

См. также в других словарях:

  • κατάρροια — κατάρροια, ἡ (Α) 1. η ροή προς τα κάτω 2. το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά ρροια, παλί ρροια] …   Dictionary of Greek

  • εύροια — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου. Η ονομασία της οφείλεται στα άφθονα νερά της. Στην περιφέρειά της βρισκόταν το χωριό Σωρεία (σημερινό Σούλι), όπου, κατά την παράδοση, ο άγιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»