Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πᾰλίν-τῐτος

См. также в других словарях:

  • νήτιτος — νήτιτος, ον (Α) ατιμώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + τιτος (< τίνω «πληρώνω, εκδικούμαι»), πρβλ. άτιτος, παλίν τιτος] …   Dictionary of Greek

  • παλίντιτος — παλίντιτος, ον (Α) 1. αυτός τού οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον 2. αυτός που ανταποδίδει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ τιτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»