-
1 παλιντιτος
21) отомщенный, наказанныйπαλίντιτα ἔργα Hom. — возмездие
2) предполож. воздающий за труд, вознаграждающий, благотворный(πνεύματα Emped.)
См. также в других словарях:
νήτιτος — νήτιτος, ον (Α) ατιμώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + τιτος (< τίνω «πληρώνω, εκδικούμαι»), πρβλ. άτιτος, παλίν τιτος] … Dictionary of Greek
παλίντιτος — παλίντιτος, ον (Α) 1. αυτός τού οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον 2. αυτός που ανταποδίδει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ τιτος)] … Dictionary of Greek