-
1 παλιν-σκοπιά
παλιν-σκοπιά, ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.
-
2 παλινσκοπιά
πᾰλιν-σκοπιά, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινσκοπιά
-
3 παλινσκοπιά
παλιν-σκοπιά, ἡ, das Zurückspähen -
4 παλινσκοπια
См. также в других словарях:
παλινσκοπιά — παλινσκοπιά, ἡ (Α) 1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν με το βλέμμα προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά] … Dictionary of Greek