-
1 παλινδινία
πᾰλιν-δῑνία, ἡ,A eddying of water, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδινία
См. также в других словарях:
παλινδινία — παλινδινία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξ ὑποστροφῆς ὑδάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινία (< δινος < δίνη), πρβλ. σκοτο δινία] … Dictionary of Greek
σκοτιδινία — η, ΝΑ, και ιων. τ. σκοτοδινίη, Α σκοτοδίνη αρχ. μτφ. διανοητική σύγχυση, ταραχή τού νου («καὶ τοῡθ ἡμῶν ἀπορουμένων ἔτι μείζων κατεχύθη σκοτοδινία», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δινία (< δίνη), πρβλ. παλιν δινία] … Dictionary of Greek