-
1 παλαιγενης
21) давно рожденный, т.е. древний(Κρόνος, Μοῖραι Aesch.)
2) старый, престарелый(γρηῦς, γεραιός Hom.)
3) старинный, давнишний(ἐχθρός Aesch.; μῦθοι Anth.)
См. также в других словарях:
χαμαιγενής — ές, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που γεννήθηκε στη γη («χαμαιγενέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὀψι γενής, παλαι γενής] … Dictionary of Greek
παλαιγενής — παλαιγενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως 2. πολύ παλαιός, παμπάλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek