-
1 παλαιστός
παλαιστόςmasc nom sg -
2 παλαιστός
πᾰλαιστός, ὁ,A = παλαιστή, IGRom.1.1290 ([place name] Elephantine).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστός
-
3 παλαιστόν
παλαιστόςmasc acc sg -
4 παλαιστού
παλαιστέωthrust away with the hand: pres imperat mp 2nd sg (attic)παλαιστέωthrust away with the hand: imperf ind mp 2nd sg (attic)παλαιστήςwrestler: masc gen sgπαλαιστόςmasc gen sg -
5 παλαιστοῦ
παλαιστέωthrust away with the hand: pres imperat mp 2nd sg (attic)παλαιστέωthrust away with the hand: imperf ind mp 2nd sg (attic)παλαιστήςwrestler: masc gen sgπαλαιστόςmasc gen sg -
6 παλαιστών
παλαιστέωthrust away with the hand: pres part act masc nom sg (attic epic doric)παλαιστήfem gen plπαλαιστήςwrestler: masc gen plπαλαιστόςmasc gen plπαλαστήpalm of the hand: fem gen pl -
7 παλαιστῶν
παλαιστέωthrust away with the hand: pres part act masc nom sg (attic epic doric)παλαιστήfem gen plπαλαιστήςwrestler: masc gen plπαλαιστόςmasc gen plπαλαστήpalm of the hand: fem gen pl -
8 διπάλαιστος
A two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also [full] δῐπᾰλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπάλαιστος
-
9 δυσπάλαιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπάλαιστος
-
10 εὐκαταπάλαιστος
A easy to throw in wrestling, EM400.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαταπάλαιστος
-
11 πενταπάλαιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταπάλαιστος
-
12 ἀκαταπάλαιστος
ἀκατα-πάλαιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαταπάλαιστος
-
13 ἑκκαιδεκαπάλαιστος
A ov, of sixteen palms, Poll.2.157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκκαιδεκαπάλαιστος
-
14 ἑπταπάλαιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταπάλαιστος
-
15 ἰσοπάλαιστος
A a span long, AP6.287 (Antip.). [ῑ.. ᾰ]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοπάλαιστος
-
16 ὀκταπάλαιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκταπάλαιστος
-
17 ὀκτωπάλαιστος
A v. ὀκταπ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωπάλαιστος
См. также в других словарях:
παλαιστός — παλαιστός, ὁ (Α) παλαιστή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού παλαιστής*(ΙΙ)] … Dictionary of Greek
παλαιστός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστόν — παλαιστός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάλαιστος — εὐπάλαιστος, ον (A) αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαιστος (< πα λαίω), πρβλ. α πάλαιστος, εκ πάλαιστος] … Dictionary of Greek
ισοπάλαιστος — ἰσοπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μιας παλάμης, μιας παλαιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλαιστος (< παλαιστή /παλαστή «παλάμη»), πρβλ. εξα πάλαιστος, τετρα πάλαιστος] … Dictionary of Greek
εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] … Dictionary of Greek
ευκαταπάλαιστος — εὐκαταπάλαιστος, ον (Α) αυτός που καταβάλλεται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παλαιστος (< κατα παλαίω), πρβλ. α κατα πάλαιστος] … Dictionary of Greek
οκταπάλαιστος — ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β… … Dictionary of Greek
επταπάλαιστος — ἑπταπάλαιστος, ον (Α) μήκους επτά παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή* «παλάμη»] … Dictionary of Greek
παλαιστοῦ — παλαιστέω thrust away with the hand pres imperat mp 2nd sg (attic) παλαιστέω thrust away with the hand imperf ind mp 2nd sg (attic) παλαιστής wrestler masc gen sg παλαιστός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστῶν — παλαιστέω thrust away with the hand pres part act masc nom sg (attic epic doric) παλαιστή fem gen pl παλαιστής wrestler masc gen pl παλαιστός masc gen pl παλαστή palm of the hand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)