-
1 παλαιστικος
31) опытный в борьбе, хорошо знакомый с искусством борьбы Arst., Luc.2) приобретаемый борьбой(ἰσχύς Plut.)
-
2 παλαιστρικος
31) любящий искусство борьбы, имеющий влечение к борьбе Arst.2) касающийся борьбы(ἐπιστήμη Arst.)
3) Plut. = παλαιστικός См. παλαιστικος -
3 παγκρατιαστικος
I3относящийся к всеборью(τέχνη Plat.)
IIὅ панкратиаст(ὅ δυνάμενος θλίβειν καὴ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὅ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὅ δ΄ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.)
См. также в других словарях:
παλαιστικός — expert in wrestling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… … Dictionary of Greek
παλαιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάλη: Παλαιστικοί αγώνες. Ουσ. παλαιστική, η η τέχνη της πάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιστικώτερον — παλαιστικός expert in wrestling adverbial comp παλαιστικός expert in wrestling masc acc comp sg παλαιστικός expert in wrestling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικῶν — παλαιστικός expert in wrestling fem gen pl παλαιστικός expert in wrestling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικόν — παλαιστικός expert in wrestling masc acc sg παλαιστικός expert in wrestling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικαῖς — παλαιστικός expert in wrestling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικοῖς — παλαιστικός expert in wrestling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικοί — παλαιστικός expert in wrestling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικούς — παλαιστικός expert in wrestling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστικῆς — παλαιστικός expert in wrestling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)