-
1 παλαιστής
παλαιστής, ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν ἐφεδρεία, Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος, Soph. Phil. 429. – 2) = παλαιστή, Sp., wie S. Emp.
-
2 παλαιστης
-
3 παλαιστής
A wrestler, Od.8.246, Hdt.3.137, Pl. Lg. 819b, Trag.Adesp.383.3, etc.;ἄνδρες π. Ar.Lys. 1083
;παῖδες π. CIG1969
([place name] Thessalonica); σὺν σάκει.. π., of soldiers, S.Fr. 859 (lyr.).2 generally, rival, adversary,τοῖον π. νῦν παρασκευάζεται ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ A.Pr. 920
; σοφὸς π. κεῖνος, of Odysseus, S.Ph. 431;λόχος.. ἐξηνδρωμένος δεινὸς π. ἦν E.Supp. 704
.------------------------------------πᾰλαιστής (B),A v. παλαστή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστής
-
4 παλαιστής
παλαιστέωthrust away with the hand: pres ind act 2nd sg (doric)παλαιστήfem gen sg (attic epic ionic)παλαστήpalm of the hand: fem gen sg (attic epic ionic) -
5 παλαιστῆς
παλαιστέωthrust away with the hand: pres ind act 2nd sg (doric)παλαιστήfem gen sg (attic epic ionic)παλαστήpalm of the hand: fem gen sg (attic epic ionic) -
6 παλαιστής
παλαιστήςwrestler: masc nom sg -
7 παλαιστής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παλαιστής
-
8 παλαιστής
-
9 παλαιστής
ο, παλαίστρια η спорт, борец -
10 παλαίστης
παλαιστέωthrust away with the hand: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
11 παλαιστής
-
12 παλαιστής
[палэстис] ουσ. а. борец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παλαιστής
-
13 παλαιστής
-οῦ ἡ N 1 1-2-3-1-0=7 Ex 25,25; 1 Kgs 7,12(26); 2 Chr 4,5; Ez 40,5.43a palm’s breadth, four inches (later form for class. παλαστή, a measure of length equivalent to 4 fingers or 77-78 mm) -
14 παλαιστής
[палэстис] ουσ α борец. -
15 παλαιστής
lutteur -
16 παλαιστής
zapaśnik (m) rzecz. -
17 παλαιστής
1) bojovník2) zápasník -
18 παλαιστής
wrestlerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παλαιστής
-
19 ἀντι-παλαιστής
ἀντι-παλαιστής, ὁ, Gegner im Ringen, Ael. V. H. 4, 15.
-
20 lutteur
παλαιστής
См. также в других словарях:
παλαιστής — wrestler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστής — (I) ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) [παλαίω] αυτός που ασκεί το αγώνισμα τής πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση αρχ. 1. αντίπαλος, εχθρός 2. συναγωνιστής 3. στρατιώτης («λόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.). (II)… … Dictionary of Greek
παλαιστής — ο θηλ. παλαίστρια ο αθλητής της πάλης, αλλ. πεχλιβάνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιστῆς — παλαιστέω thrust away with the hand pres ind act 2nd sg (doric) παλαιστή fem gen sg (attic epic ionic) παλαστή palm of the hand fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστης — παλαιστέω thrust away with the hand imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστά — παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc/acc dual παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc sg (doric aeolic) παλαιστά̱ , παλαιστής wrestler masc nom/voc/acc dual παλαιστής wrestler masc voc sg παλαιστής wrestler masc nom sg (epic) παλαιστά̱ , παλαστή palm of the … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
παλαιστάς — παλαιστά̱ς , παλαιστή fem acc pl παλαιστά̱ς , παλαιστής wrestler masc acc pl παλαιστά̱ς , παλαιστής wrestler masc nom sg (epic doric aeolic) παλαιστά̱ς , παλαστή palm of the hand fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Palaestes — PALAESTES, æ, Gr. Παλαιστὴς, ου, ein Beynamen des Jupiters. Lycophr. v. 41. Er bekam solchen, als er die Gestalt eines Kämpfers annahm, und, da sich sonst niemand fand, der es mit dem Herkules bey den neu angestellten olympischen Spielen wagen… … Gründliches mythologisches Lexikon
αεροπλανικός — ή, ό [αεροπλάνο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αεροπλάνο, ή ο κατάλληλος για την προσγείωση αεροπλάνου (π. χ. «αεροπλανικός χώρος») 2. «αεροπλανικό κόλπο», παλαιστικό τέχνασμα, κατά το οποίο ο παλαιστής ανασηκώνει με τα δύο χέρια τον αντίπαλό … Dictionary of Greek
βιοπαλαιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek