-
1 παλαιγονος
-
2 παλαίγονος
1 ancientΧάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι O. 14.4
pro subs.,μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.50
-
3 παλαίγονος
πᾰλαί-γονος, ον,A = παλαιγενής, Pi.O.13.50, 14.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαίγονος
-
4 παλαιγόνου
παλαίγονοςmasc /fem /neut gen sg -
5 παλαιγόνων
παλαίγονοςmasc /fem /neut gen pl -
6 παλαιόγονος
πᾰλαιό-γονος, ον,A = παλαίγονος, Pl. Com.90, APl.4.295.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιόγονος
См. также в других словарях:
παλαίγονος — παλαίγονος, ον (Α) παλαιγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
παλαιγόνου — παλαίγονος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγόνων — παλαίγονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγονία — παλαιγονία, ἡ (Α) [παλαίγονος] η αρχαιότητα … Dictionary of Greek