Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πύαρ

См. также в других словарях:

  • πύαρ — το / πῡαρ, ΝΑ το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα τής μητέρας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ πυτία». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός] …   Dictionary of Greek

  • πυός — ὁ, Α το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα τού ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγαλα — άλακτος, το, ΝΜΑ 1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς τής γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τό κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πυτία — η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α ένζυμο τού γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη τού γάλακτος με καθίζηση τής καζεΐνης νεοελλ. ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή τού αλατιού αρχ. 1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών… …   Dictionary of Greek

  • pū̆ -2 : peu̯ǝ- —     pū̆ 2 : peu̯ǝ     English meaning: to rot, stink     Deutsche Übersetzung: “faulen; stinken”     Note: presumably from a pu “fie!” evolved     Material: O.Ind. pū yati “wird faul, stinkt” = Av. puyeiti “wird faul”, O.Ind. pūya , m “pus”, pū… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»