-
1 πῦαρ
-
2 πῦαρ
πῦαρ, τό, = πῠος, die erste Muttermilch u. daraus gemachtes Lab, vgl. Nic. Al. 373.
-
3 πῦαρ
πῦαρ, τό, die erste Muttermilch u. daraus gemachtes Lab -
4 πύαρ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πύαρ
-
5 πῡός 2
πῡός 2.Grammatical information: m.Meaning: `animal-milk, first breast-milk' (com.).Derivatives: Besides πυετία, also (with contr. resp. metathesis) πυτία, πιτύα f. `clotted milk, rennet' (Arist., hell.), from *πυετός, to πυός as παγετός to πάγος a.o. (Schwyzer 501; diff. Scheller Oxytonierung 52, where many details).Etymology: Prob. in essence identical with πύον, πύος `pus' (WP. 2, 82, Pok. 848f), but with gender and accent after ὀρός, τυρός, which belong to the same sphere of meaning. The byforms πύαρ and πύας (if the tradition is correct) after ἔαρ, πῖαρ, resp. ἅλας, κρέας a.o. Both the consistency and other properties (smell, fermentation etc.) may have caused the transference. The expressions for congeal, getting sour, ferment, also of rotting touch each other now and then, e.g. Skt. śara- m. `sour cream', also śáras- n. `skin on cooked milk', Lat. cariēs `decay', both to the verb for `break' in Skt. śr̥ṇā́ti, κεραΐζω (s.v.) a.o., ptc. śīrṇá- `rotten, spoiled', to which also Lat. colostra `beesting', if from * corostra, may belong; s. Lidén KZ 61, 1ff. w. extensive treatment. -- Not with Persson Beitr. 1, 259 n. 3, Bq and Hofmann Et. Wb. s.v. (all hesitating) to Skt. púṣyati `thrive' (IE * pu-s- `swell').Page in Frisk: 2,627Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῡός 2
-
6 πῖαρ
πῖαρ, τό, only nom. and acc. (exc. dat.Aπίαρι Suid.
): ([etym.] πίων):— fat, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. word,βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι Il.11.550
; of men, Hp.Nat. Puer.21.b any fatty substance,π. ἐλαίης A.R.4.1133
; π. μελιηδές prob. cream, AP9.224 (Crin.), cf. Sol.36.21 ( πῦαρ Pap. Arist.Ath.); thick juice from trees, Hp.Nat.Puer.26; of the fig, Id.Mul.2.205, Ulc. 15 ; richness of soil,ἐπεὶ μάλα π. ὑπ' οὖδας Od.9.135
, cf. h.Ap.60 ;ἐσθλῆς ἀρούρης π. ἔγκληρον χθονός Lyc.1060
, cf.AP9.555 (Crin.).2 metaph., cream, choicest part of a thing, h.Ven.30.
См. также в других словарях:
πύαρ — το / πῡαρ, ΝΑ το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα τής μητέρας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ πυτία». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός] … Dictionary of Greek
πυός — ὁ, Α το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα τού ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
πρωτόγαλα — άλακτος, το, ΝΜΑ 1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς τής γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τό κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
πυτία — η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α ένζυμο τού γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη τού γάλακτος με καθίζηση τής καζεΐνης νεοελλ. ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή τού αλατιού αρχ. 1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών… … Dictionary of Greek
pū̆ -2 : peu̯ǝ- — pū̆ 2 : peu̯ǝ English meaning: to rot, stink Deutsche Übersetzung: “faulen; stinken” Note: presumably from a pu “fie!” evolved Material: O.Ind. pū yati “wird faul, stinkt” = Av. puyeiti “wird faul”, O.Ind. pūya , m “pus”, pū… … Proto-Indo-European etymological dictionary