Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πόσοι

См. также в других словарях:

  • ποσοί — ποσός of what quantity? masc nom/voc pl ποσόω reckon the quantity of pres subj mp 2nd sg ποσόω reckon the quantity of pres ind mp 2nd sg ποσόω reckon the quantity of pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσοι — πόσος of what quantity? masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσάκις — ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α (ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.) αρχ. 1. (αόρ.) τόσες φορές 2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» οι τετράγωνοι αριθμοί β) «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… …   Dictionary of Greek

  • συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε …   Dictionary of Greek

  • νυχτερεύω — και νυκτερεύω (ΑΜ νυκτερεύω) περνώ τη νύχτα άγρυπνος επειδή εργάζομαι ή επειδή ασχολούμαι με κάτι, ξενυχτώ («βουλόμεθα καὶ δειπνῆσαι καὶ νυκτερεῡσαι», Ξεν.) νεοελλ. εργάζομαι κατά τη νύχτα («στού Παρνασσού τη ρίζα πόσοι νυκτερεύουν», Παλαμ.).… …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

  • ВДОВИЦЫ ЦЕРКОВНЫЕ — [греч. αἱ χῆραι τῆς ἐκκλησίας], особый вид церковного служения, исполняемого вдовами; восходит к апостольскому веку, существовал в течение неск. столетий: в доникейский период и в эпоху Вселенских Соборов. Последнее упоминание о В. ц. в канонах… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»