-
1 πόρνη
-
2 πόρνη
πόρνη, ἡ, Hure, feile Dirne -
3 πᾱσι-πόρνη
πᾱσι-πόρνη, ἡ, Hermipp. bei Poll. 8, 202, nach Mein. 2 p. 384, bei Bekker getrennt geschrieben.
-
4 προς-φθείρομαι
προς-φθείρομαι, pass., zu seinem Schaden oder Verderben hin-, hinzugehen; ἤν σοι λοιδορῆται προςφϑαρείς, Ar. Eccl. 248, wenn er dich lästerte und zu deinem Unglück auf dich stieße; u. Sp., ϑεούσῃ νηῒ προςφϑαρείς, Ael. H. A. 2, 17; auch γυναικί, πόρνῃ προςφϑείρεσϑαι, sich zu seinem Unglück an eine Frau u. s. w. hängen, Alciphr. 1, 32. 34.
-
5 πορνεύτρια
πορνεύτρια, ἡ, = πόρνη, Ar. frg. bei Poll. 7, 201.
-
6 πορνίδιον
-
7 στεγίτης
-
8 φορβάς
φορβάς, άδος, ὁ, ἡ, 1) Weide, Nahrung gewährend, nährend, γῆ, die Nahrung gebende Erde, Soph. Phil. 693. – 2) auf der Weide, in der Heerde weidend, ἵππος, βοῦς u. vgl., Plat. Legg. II, 666 e. – Auch ἡ φορβάς allein, sc. ἵππος, eine mit der Heerde weidende Stute, Eur. Bacch. 167; im Ggstz von τροφίας, im Stalle gefüttert, Sp.; – auch ein Schwein, Lycophr. 676. – Γυνὴ φορβάς, = τροφός, Soph. frg. 645; nach Poll. 7, 203 = πόρνη, wie nach Eust. ἡ πολλοῖς προςομιλοῦσα τροφῆς χάριν; Ap. Rh. 2, 89. 3, 276; κόραι Pind. bei Ath. 574 a.
-
9 χαλκιδῖτις
χαλκιδῖτις, ιδος, ἡ, = πόρνη, Eust. 1921, 59.
-
10 Κύπρις
Κύπρις, ιδος, ἡ, Beiname der Aphrodite, s. nom. pr. Auch oft als Appellativum, Liebe, Liebesgenuß; τὴν τῶν ἐλευϑέρων ὑφαρπάζειν Κύπριν Ar. Eccl. 722, worauf folgt ἀλλὰ παρὰ τοῖς δούλοισι κοιμᾶσϑαι, vgl. Thesm. 205; οἴνου δὲ μηκέτ' ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις Eur. Bacch. 773; so auch sonst bei Dichtern; vgl. noch Opp. Hal. 4, 235 οὐ γάρ τοι μία Κύπρις ἐφήνδανεν οὐδὲ μί' εὐνή, Schol. γυνή; Hesych. erklärt auch πόρνη.
-
11 διψάς
διψάς, άδος, ἡ, fem. zu δίψιος; πόρνη, d. i. gierig, Philodem. 22 (XI, 34); dürr, σποδιή Antiphil. 39 (IX, 549); γαῖα Opp. C. 4, 322. – Als subst., eine giftige Schlange, deren Biß heftigen Durst verursachte, Nic. Th. 334; Ael. H. A. 6, 51; ἐχίδνη Antp. Sid. 105 (VII, 172). Bei Theophr. ein dorniges Kraut.
-
12 βορβορ-όπη
-
13 λάστη
-
14 ἐπι-μισθίς
ἐπι-μισθίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, = πόρνη, M. Arg. 32 (VII, 403).
-
15 διψάς
-
16 προςφθείρομαι
προς-φθείρομαι, pass., zu seinem Schaden oder Verderben hin-, hinzugehen; ἤν σοι λοιδορῆται προςφϑαρείς, wenn er dich lästerte und zu deinem Unglück auf dich stieße; auch γυναικί, πόρνῃ προςφϑείρεσϑαι, sich zu seinem Unglück an eine Frau u. s. w. hängen
См. также в других словарях:
πόρνη — harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνῃ — πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… … Dictionary of Greek
πόρνη — η 1. γυναίκα που παραδίνεται με αμοιβή σε άντρες. 2. μτφ., γυναίκα ανήθικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρναι — πόρνη harlot fem nom/voc pl πόρνᾱͅ , πόρνη harlot fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνηι — πόρνῃ , πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο … Dictionary of Greek
πορνέων — πόρνη harlot fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνῶν — πόρνη harlot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρναις — πόρνη harlot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρναισι — πόρνη harlot fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)