-
1 πομπιμος
2 и 31) ведущий, провожающий, сопровождающий(ὅ δαίμων Eur.)
πόμπιμον ἔχειν τινά Eur. — иметь кого-л. проводником2) сопутствующий(πίτυλος Aesch.)
3) попутный(πνοαί Eur.)
4) посланныйπομπίμα φάτις δωμάτων Eur. — доносящаяся из дворца речь5) служащий средством передвижения(ὄχημα Plut.)
6) обеспечивающий возвращение, приводящий домой(κῶπαι Soph.)
νόστου πόμπιμον τέλος Pind. — (благополучное) возвращение домой7) дающий приют (страннику), гостеприимный(χώρα Eur.)
-
2 αναπομπιμος
21) посланный обратно, возвращенный Luc.2) юр. отправленный на новое рассмотрение Diod. -
3 διαπομπιμος
2развозимый, вывозимый за границу(ὅ εἰς τέν οἰκουμένην ἅπασαν δ. λιβανωτός Diod.)
См. также в других словарях:
πόμπιμος — conducting masc nom sg πόμπιμος conducting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμπιμος — ον και πόμπιμος, ίμα, ον, Α [πομπή / πομπός] 1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει, που οδηγεί κάποιον 2. αυτός που αποστέλλει κάποιον 3. αυτός που έχει συνοδευθεί, που έχει οδηγηθεί κάπου 4. αυτός που έχει αποσταλεί κάπου 5. αυτός με τον οποίο… … Dictionary of Greek
πόμπιμον — πόμπιμος conducting masc acc sg πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc sg πόμπιμος conducting masc/fem acc sg πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπίμων — πόμπιμος conducting fem gen pl πόμπιμος conducting masc/neut gen pl πόμπιμος conducting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπίμοις — πόμπιμος conducting masc/neut dat pl πόμπιμος conducting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπίμους — πόμπιμος conducting masc acc pl πόμπιμος conducting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμπιμα — πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc pl πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμπιμοι — πόμπιμος conducting masc nom/voc pl πόμπιμος conducting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπίμα — πομπίμᾱ , πόμπιμος conducting fem nom/voc/acc dual πομπίμᾱ , πόμπιμος conducting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπίμαν — πομπίμᾱν , πόμπιμος conducting fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)