Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πόμα

См. также в других словарях:

  • πόμα — nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμα — ατος, τὸ, Α 1. βλ. πῶμα (II) 2. το φυτό φοίνιξ* 3. μτφ. άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω* (πρβλ. ποτός, πόσις) + κατάλ. μα (πρβλ. πῶμα)] …   Dictionary of Greek

  • πόμ' — πόμα , πόμα nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομάτεσι — πόμα dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομάτων — πόμα gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμασι — πόμα dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμασιν — πόμα dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμασσι — πόμα dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματι — πόμα dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματος — πόμα gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»