Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πόλ-ις

См. также в других словарях:

  • Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… …   Dictionary of Greek

  • Ελιάρ, Πολ — (Paul Éluard, Σεν Ντενί 1895 – Σαραντόν, Παρίσι 1952). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή Πολ Εζέν Γκρεντέλ (Paul Eugène Grindel). Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος αποτέλεσε σημαντική εμπειρία που επηρέασε τη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • Φαργκ, Λεόν Πολ — (Farque, 1876 – 1947). Γάλλος ποιητής. Άρχισε να ασχολείται με την ποίηση σε νεαρή ηλικία και το 1894 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα· θεωρείται ένας από τους αξιολογότερους νεότερους Γάλλους ποιητές, ο οποίος, μαζί με τους Πολ Βαλερί και Βαλερί …   Dictionary of Greek

  • Βαλερί, Πολ — (Paul Valéry, Σετ, Ερό 1871 – Παρίσι 1945). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Μονπελιέ και από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Μαλαρμέ, ο οποίος επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ταλέντου του. Με την Εισαγωγή στη μέθοδο… …   Dictionary of Greek

  • Βερλέν, Πολ — (Paul Marie Verlaine, Μετς 1844 – Παρίσι 1896). Γάλλος ποιητής. Γιος αξιωματικού του μηχανικού, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε αστικό περιβάλλον. Στο Παρίσι εργάστηκε ως υπάλληλος, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο δημαρχείο. Ύστερα …   Dictionary of Greek

  • Βερχόφεν, Πολ — (Paul Verhoeven, Άμστερνταμ 1938 –). Ολλανδός σκηνοθέτης. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ για το ολλανδικό βασιλικό ναυτικό και την τηλεόραση. Το 1971 έκανε την… …   Dictionary of Greek

  • Γκαβαρνί, Πολ — (Paul Gavarni, Παρίσι 1804 – 1866). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σχεδιαστή και λιθογράφου Γκιγιόμ Σιλπίς Σεβαλιέ (Chevalier), που το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ορισμένα σχέδια της σειράς Ενδυμασίες των Πυρηναίων (1827 28), προϊόν ενός… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλερ, Πολ — (Paul Weller, Σάρεϊ 1958 –). Άγγλος συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. υπήρξε ιδρυτής, συνθέτης και τραγουδιστής του μουσικού συγκροτήματος The Jam, ενός από τα πιο δημοφιλή του τέλους της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της επομένης. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Ζεραλντί, Πολ — (Paul Géraldy, Παρίσι 1885 – 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή, διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα, Πολ Λεφέβρ. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δραστηριότητα με το σύντομο θεατρικό έργο Οι θεατές (1906) και την ποιητική συλλογή Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κίτινγκ, Πολ Τζον — (Paul John Keating, Μπάνκσταουν, Σίδνεϊ 1944 –). Αυστραλός πολιτικός. Γόνος εργατικής οικογένειας, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 14 ετών και φοίτησε στο τεχνικό κολέγιο Μπέλμοντ, ενώ παράλληλα σχημάτισε ένα ροκ συγκρότημα. Το 1968 προσχώρησε… …   Dictionary of Greek

  • Κοκ, Πολ — (Paul Kock, 1793 – 1871). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γνωστός κυρίως με το όνομα Πολ ντε Κοκ. Ο πατέρας του ήταν Ολλανδός τραπεζίτης, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στη Γαλλική επανάσταση. Ο Κ. άρχισε να γράφει από 19 ετών και το πρώτο του κείμενο είχε τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»