-
1 πιεσαι
-
2 πίεσαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πίεσαι
См. также в других словарях:
πιέσαι — πιέζω Ep.. aor inf act πιέσαῑ , πιέζω Ep.. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίεσαι — πιέζω Ep.. aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκστραγγίζω — ἐκστραγγίζω (Α) εκθλίβω, πιέζω, στραγγίζω, ξεστραγγίζω («πίεσαι αὐτό, καὶ ἐκστραγγιεῑς», Ιεζεκ.) … Dictionary of Greek