Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πήρωσις

См. также в других словарях:

  • πήρωσις — maiming fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώσει — πήρωσις maiming fem nom/voc/acc dual (attic epic) πηρώσεϊ , πήρωσις maiming fem dat sg (epic) πήρωσις maiming fem dat sg (attic ionic) πηρόω maim aor subj act 3rd sg (epic) πηρόω maim fut ind mid 2nd sg πηρόω maim fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώσεις — πήρωσις maiming fem nom/voc pl (attic epic) πήρωσις maiming fem nom/acc pl (attic) πηρόω maim aor subj act 2nd sg (epic) πηρόω maim fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώσεσι — πήρωσις maiming fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώσεσιν — πήρωσις maiming fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώσιας — πήρωσις maiming fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώσιες — πήρωσις maiming fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήρωσιν — πήρωσις maiming fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …   Dictionary of Greek

  • σπαλακία — ἡ, Α 1. μεγάλη εξασθένηση τής όρασης 2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα ία (πρβλ. μυωπ ία)] …   Dictionary of Greek

  • ωρητύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»