-
1 πήμων
-
2 πήμων
πήμων, ον, schädlich, Leid zufügend -
3 πρωτο-πήμων
πρωτο-πήμων, ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.
-
4 παν-α-πήμων
παν-α-πήμων, ον, ganz unschädlich, τινί, Hes. O. 809. So heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 17).
-
5 πολυ-πήμων
πολυ-πήμων, ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.
-
6 καινο-πήμων
καινο-πήμων, δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
-
7 βαρυ-πήμων
βαρυ-πήμων, ον, schwer schadend, Suid.
-
8 δενδρο-πήμων
δενδρο-πήμων, ονος, den Bäumen schadend, βλάβη Aesch. Eum. 918.
-
9 μνησι-πήμων
μνησι-πήμων, ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.
-
10 λυσι-πήμων
λυσι-πήμων, ον, Leid u. Schmerz aufhebend, lösend, Orph. Hymn. 1, 11. 58, 20, wo, wie bei dem Vorigen, υ kurz ist u. Herm. deshalb λαϑιπήμων vermuthet; aber das Wort würde mit langem υ für den Hexameter unbrauchbar. Vgl. das Vorige.
-
11 λαθι-πήμων
λαθι-πήμων, ον, = λαϑικηδής.
-
12 αὐτο-πήμων
αὐτο-πήμων, γόος, sich selbst schadend, Aesch. Sept. 900.
-
13 ἀ-πήμων
ἀ-πήμων, ον (πῆμα), 1) unversehrt, unbeschädigt, Homerisch = glücklich, in vortrefflichem Zustande, ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων Iliad. 1, 415; νόστος ἀ. Od. 4, 519; ἀ. ἀπονέεσϑαι 18, 260; ἀ. ἐλϑεῖν 4, 487. 5, 40. 13, 138 Iliad. 13, 744; ἀ. ἄγειν Od. 10, 551; ἀπάγειν 15, 436; πέμπειν 13, 39; Iliad. 13, 761 τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέϑρους, ἀλλ' οἱ μὲν κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες, οἱ δ' ἔσαν βεβλημένοι οὐτάμενοί τε; Aesch. Ag. 540; κραδία ἀμφὶ κῆδος ἀλλότριον Pind. N. 1, 54, unbesorgt; selten in Prosa, Plat. Phaedr. 248 c. – 2) unschädlich, keine Gefahr bringend, d. h. Homerisch: nützlich, förderlich, heilsam, οὖρος Od. 5, 268. 7, 266. 12, 167; ὕπνος Iliad. 14, 164; πομποί Od. 8, 566. 13, 174; μῦϑος Iliad. 12, 80. 13, 748; ϑεός Pind. P. 10, 22; vgl. Aesch. Suppl. 183; Sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 1276.
-
14 ἀ-δικο-πήμων
ἀ-δικο-πήμων, ungerechter Weise schadend, B. A. 343.
-
15 ἀδικοπήμων
-
16 ἀπήμων
-
17 αὐτοπήμων
-
18 βαρυπήμων
-
19 καινοπήμων
καινο-πήμων, δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend -
20 λυσιπήμων
λυσι-πήμων, ον, Leid u. Schmerz aufhebend, lösend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε πήμων (< πῆμα), πρβλ. α πήμων, δενδρο πήμων κ.λπ.] … Dictionary of Greek
πήμονα — πήμων baneful neut nom/voc/acc pl πήμων baneful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek
λυσιπήμων — λυσιπήμων, ον (Α) αυτός που καταπαύει τη θλίψη ή τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πήμων (< πῆμα «δυστυχία, πόνος»), πρβλ. δενδρο πήμων, μνησι πήμων] … Dictionary of Greek
πολυπήμων — ύπημον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. πολύπαθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek
μνησιπήμων — μνησιπήμων, ον (Α) αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) +… … Dictionary of Greek
πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… … Dictionary of Greek
Dendropemon — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked): Angiosperms (unranked): Eudicots … Wikipedia
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοπήμων — ἀδικοπήμων, ον (Α) αυτός που άδικα βλάπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)] … Dictionary of Greek
αυτοπήμων — αὐτοπήμων, ον (Α) αυτός που δημιουργεί ο ίδιος τα παθήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + πήμων < πήμα «πάθημα, δυστυχία, συμφορά» (πρβλ. απήμων, πολυπήμων)] … Dictionary of Greek