-
1 περσις
-
2 Περσις
-
3 Περσίς
{собств., 1}Христианка в Риме, которая особенно много потрудилась о Господе и которую приветствует ап. Павел (Рим. 16:12).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Περσίς
-
4 Περσίς
{собств., 1}Христианка в Риме, которая особенно много потрудилась о Господе и которую приветствует ап. Павел (Рим. 16:12).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Περσίς
-
5 Περσίς
Персида (букв. Персиянка; христианка).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Περσίς
-
6 αυλωνοειδης
-
7 4069
{собств., 1}Христианка в Риме, которая особенно много потрудилась о Господе и которую приветствует ап. Павел (Рим. 16:12).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4069
См. также в других словарях:
Περσίς — Persis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρσις — πέρσῑς , πέρσις sacking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέρσις sacking fem nom sg πέρσις sacking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
πέρσιν — πέρσις sacking fem acc sg πέρσις sacking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδα — Περσίς Persis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδας — Περσίς Persis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδες — Περσίς Persis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδι — Περσίς Persis fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδος — Περσίς Persis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)