-
1 πέλυξ
-
2 πήληξ
πήληξ, ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνϑέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.
-
3 πήληξ
См. также в других словарях:
πέλυξ — axe masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
πελύκων — πέλυξ axe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυκα — πέλυξ axe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυκας — πέλυξ axe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυκι — πέλυξ axe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυκος — πέλυξ axe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυξι — πέλυξ axe masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλυξιν — πέλυξ axe masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελύκιον — τὸ, Α [πέλυξ, υκος] υποκορ. τού πέλυξ* … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek