Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πέλτον

См. также в других словарях:

  • πέλτον — platform for a sarcophagus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλτον — τὸ, Α επίπεδο δώμα που εξέχει, βάθρο για την τοποθέτηση σαρκοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. μικρασιατικής προέλευσης που συνδέεται με το χεττιτ. palzahha «βάση, βάθρο, πλατφόρμα»] …   Dictionary of Greek

  • πελτόν — τὸ, Α δόρυ, κοντάρι …   Dictionary of Greek

  • πέλτων — πέλτον platform for a sarcophagus neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • πέλτα — πέλτᾱ , πέλτη small light shield fem nom/voc/acc dual πέλτᾱ , πέλτη small light shield fem nom/voc sg (doric aeolic) πέλτᾱ , πέλτης the Nile fish masc nom/voc/acc dual πέλτης the Nile fish masc voc sg πέλτᾱ , πέλτης the Nile fish masc gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»