-
41 ραντηριος
-
42 στορεννυμι
στόρνῡμι, στρώννῡμι и στρωννύω (fut. στορέσω, aor. ἐστόρεσα - эп. στόρεσα, ион. ἔστρωσα; imper. στόρνυ; pass.: aor. ἐστορέσθην, pf. ἔστρωμαι)1) стлать, расстилать, постилать(δέμνια Hom., Soph.; κλίνην Her.; λέχος τινί Arph.)
χαμάδις σ. Hom. — стлать (постель) на полу2) разгребать(ἀνθρακιήν Hom.)
3) разглаживать, успокаивать(πόντον Hom.; θάλασσαν Theocr.)
τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. — взволнованное море улеглось4) валить(πλάτανον δαπέδοις Anth.)
5) смирять, подавлять(τὸ φρόνημά τινος Thuc.)
6) ослаблять, унимать(ὀργήν Aesch.; τὸ λῆμά τινος Eur.)
7) устилать(πέδον πετάσμασιν Aesch.)
; усеивать(τέν ὁδὸν μυρσίνῃσι Her.)
8) выкладывать, мостить(ἐστρωμένη ὁδὸς λίθου Her.)
ἔδαφος λίθων πλαξὴ ἐστρωμένον Luc. — пол, выложенный каменными плитами -
43 στρατοπεδον
τό1) месторасположение войск, лагерь, стан Her., Aesch.2) стоящее лагерем войско Her., Soph., Thuc.3) полевая армияτετραμμένου τοῦ στρατοπέδου Her. — когда войско было обращено в бегство4) вооруженные силы5) флот Her., Thuc.ἡ ναῦς ἄριστα παντὸς τοῦ στρατοπέδου Lys. — лучший во флоте корабль
6) отряд, свита(τὸ τοῦ τυράννου σ. Plat.)
7) (в Риме; лат. legio) легион(τέτταρα στρατόπεδα Ῥωμαϊκά Polyb.)
-
44 συνεξευρισκω
1) сообща изыскивать, вместе находитьκαὴ σὺ ξυνέξευρ΄ αὐτόν Arph. — помоги и ты найти его
2) сообща придумывать, вместе изобретать(πάντα Isocr.; συνεξεύρισχ΄ ὅπως σωθήσεσθε καὴ πέδον τόδε Eur.)
-
45 τετραπεδος
I2[πέδον] четырехгранный, имеющий четыре плоскости(λίθοι Diod.)
II2[πούς] имеющий четыре фута(τῷ πλάτει Polyb.)
-
46 τηλουρος
-
47 υπεκπεμπω
тайно посылать(τινὰ Τρωϊκῆς χθονός Eur.; δύο ναῦς Thuc.)
ὑπεκπεμφθῆναι τὸ Φωκέων πέδον Soph. — быть тайно посланным в Фокидскую равнину -
48 φιλανδρος
21) любящая мужчин(γυναῖκες Plat.)
2) любящая своего мужаφ. ἔρως Luc. — любовь к мужу
3) любящая мужской образ жизни(ἥ Ἀταλάντη Soph.)
4) любящий своих мужей -
49 φυλλοστρως
-
50 χαρασσω
атт. χᾰράττω1) острить, точить(ἅρπας Hes.; λόγχην Plut.)
2) снабжать зубцами, зазубривать(τὰ σιδήρια καὴ τοὺς πρίονας Arst.)
τὰ ἄκρα κεχαραγμένα Arst. — зазубренные концы;σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theocr. — суковатая дубина;ἀκτῖσι χαράσσεσθαι Anth. — испускать лучи3) разрезать, бороздить(ἀρότρῳ χέρσον Anth.)
χαράσσεται πέδον Aesch. — земля дает трещины;κύματα φρικὴ χαρασσόμενα Anth. — подернутые рябью волны;νῶτον χαραχθεῖς Eur. — с исполосованной (бичом) спиной4) med. царапать, ранить(ταύρων στέρνα Anth.)
5) вырезать, начертывать, чертить(τὸ γράμμα τοίχοισι Theocr.; ἔπος ἐπὴ τοίχου Anth.; νόμους εἰς πίνακας Diod.)
6) метить, клеймить(τινὰ στίγμασι Diod.)
7) выбивать, чеканить8) возбуждать, разжигать(τὸ φιλόνεικον Plut.)
9) раздражать, сердить(κεχαραγμένος τινί Her.)
χαράττεσθαί τινί τι Eur. — сердиться на кого-л. за что-л. -
51 στρατόπεδον
τὸ στρατόπεδον 1. воинский лагерь; 2. войско (στρατός + πέδον ср. πεδίον)
См. также в других словарях:
πέδον — ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα … Dictionary of Greek
πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδοις — πέδον ground neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδου — πέδον ground neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδῳ — πέδον ground neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] … Dictionary of Greek
μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] … Dictionary of Greek