-
1 πάφλασμα
πάφλασμα, τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥςπερ ἐκ πυρός, leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht.
-
2 παφλασμα
- ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня -
3 πάφλασμα
πάφλασμα, τό, das Schäumen u. übertr. leere Prahlereien -
4 πάφλασμα
το, πάφλασμός ο плеск, плескание;πάφλασμα των κυμάτων — плеск волн
-
5 πάφλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάφλασμα
-
6 πομφολυγο-πάφλασμα
πομφολυγο-πάφλασμα, τό, das mit Geräusch verbundene Aufsprudeln der Wasserblasen, Ar. Ran. 249.
-
7 παφλασμάτων
πάφλασμαboiling: neut gen pl -
8 παφλάσματα
πάφλασμαboiling: neut nom /voc /acc pl -
9 πομφολυγοπαφλασμα
-
10 ἐκπρησμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπρησμός
-
11 πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγο-πάφλασμα, τό, das mit Geräusch verbundene Aufsprudeln der Wasserblasen
См. также в других словарях:
πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… … Dictionary of Greek
πάφλασμα — το βλ. παφλασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παφλασμάτων — πάφλασμα boiling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλάσματα — πάφλασμα boiling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγοπάφλασμα — ατος, τὸ, Α το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, υγος + πάφλασμα] … Dictionary of Greek
παφλασμός — ο, ΝΜ [παφλάζω] 1. το πάφλασμα 2. ιατρ. το απτικό και ακουστικό αίσθημα που προκαλείται μέσα στην κοιλότητα τών σπλάγχνων από τη συγκέντρωση υγρών («παφλασμός τού στομάχου») … Dictionary of Greek