Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πάρᾱρος

См. также в других словарях:

  • πάραρος — πάρᾱρος , πάραρος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάραρος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. παρήορος …   Dictionary of Greek

  • πάραρον — πάρᾱρον , πάραρος masc/fem acc sg πάρᾱρον , πάραρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρηρος — και πάραρος και παρῶρος, ον, Α βλ. παρήορος …   Dictionary of Greek

  • παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»