-
1 πανσυρτος
2досл. отовсюду стянутый, со всех сторон снесенный, перен. переполнивший или переполненныйπ. ἀχέων αἰών Soph. — жизнь, полная мучений
См. также в других словарях:
πάνσυρτος — ον, Α αυτός που σύρει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συρτός (< σύρω), πρβλ. παλίσ συρτος, χαμαί συρτος] … Dictionary of Greek
πανσύρτῳ — πάνσυρτος swept together from every side masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek