-
1 πανοπλος
21) тяжеловооруженный, в полном вооружении(Ἀργείων στρατός Aesch.; ὄχλος Eur.)
2) ( о вооружении) полный(τεύχη πάνοπλα Eur.)
-
2 πάνοπλος
πάνοπλοςin full armour: masc /fem nom sg -
3 πάνοπλος
η, ο [ος, ον ] вооружённый до зубов;είμαι πάνοπλος — быть во всеоружии
-
4 πάνοπλος
[паноплос] επ вооружённый до зубов, во всеоружии. -
5 πάνοπλος
πᾰνοπλ-ος, ον,A in full armour, with all harness on, Tyrt. l.c. (- ίοισι codd. vett.);στρατός A.Th.59
; (lyr.), cf. 671 (lyr.); τεύχη πάνοπλά τ' ἀμφιβλήματα suits of full armour, ib. 779; νικᾶν πάνοπλον in the heavy-armed contest, POxy.1110.6 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνοπλος
-
6 πάνοπλος
πάν-οπλος, ganz, schwer gerüstet -
7 πάνοπλον
πάνοπλοςin full armour: masc /fem acc sgπάνοπλοςin full armour: neut nom /voc /acc sg -
8 πανοπλοτάτην
πάνοπλοςin full armour: fem acc superl sg (attic epic ionic)πανοπλότατοςthe very youngest: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 πανόπλοις
πάνοπλοςin full armour: masc /fem /neut dat pl -
10 πανόπλοισιν
πάνοπλοςin full armour: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 πανόπλους
πάνοπλοςin full armour: masc /fem acc pl -
12 πάνοπλα
πάνοπλοςin full armour: neut nom /voc /acc pl -
13 πάνοπλοι
πάνοπλοςin full armour: masc /fem nom /voc pl -
14 ἤδη
ἤδη, schon, bereits, Hom. u. Folgde; τῷ δ' ἡδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνϑρώπων ἐφϑίατο Il. 2, 250; ἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ Aesch. Spt. 59; a. Tragg., wie in Prosa mit allen tempp. vrbdn; so c. inf., Soph. O. R. 1138. 1511; perf., ἐκ δὲ αἷμά μου πέπωκεν ἤδη Trach. 1045; Ai. 1381; c. fut., gleich jetzt, Od. 1, 303; ἤδη ὀλοῦμαι Soph. Phil. 1090; auch πατρὸς δ' ἀρὰ Κρόνου τότ' ἤδη παντελῶς κρανϑήσεται, Aesch. Prom. 913; Ar. Th. 673; Xen. Cyr. 8, 3, 1; Dem. 6, 28 u. A.; – oft ἤδη νῦν, schon jetzt, ἤδη τότε, schon damals; ἤδη πώποτέ του ἤκουσας; hast du schon jemals gehört? Plat. Rep. VI, 493 d (Soph. ἤδη ποτ' εἶδον ἄνδρ' ἐγὼ γλώσσῃ ϑρασύν, ich sah schon einmal, Ai. 1121, wie Il. 1, 260; auch πάλαι ἤδη, Soph. O. C. 511 Phil. 1201; ἄλλοτε ἤδη πολλάκις εἰρημένα, schon oft gesagt, ib. 507 a (vgl. Soph. El. 62 Eur. Med. 1031); neben πᾶς, wie οὐ πᾶς ἤδη ἂν εὕροι III, 398 c; Soph. 229 d. Bei Zahlwörtern, ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον, schon das zehnte Jahr, Soph. Phil. 312, vgl. 354 Tr. 44 El. 716; δὶς ἤδη, Isocr. 8, 123 u. A. – Bei Xen. Cyr. 8, 8, 4 entsprechen sich οὐ μόνον – ἀλλ' ἤδη. – Bes. bei Imperativen, nun, je tzt, ἤδη τοίνυν καὶ σὺ κοινώνει τοῦ λόγου Plat. Crat. 434 b; ἤδη σὺ μαρτύρησον Aesch. Eum. 579; ἀπὸ νῦν με λείπετ' ἤδη Soph. Phil. 1162; ἄπιϑι ἤδη Xen. Cyr. 6, 4, 10, womit zu vergleichen κλύοις ἂν ἤδη, Soph. El. 637 Tr. 624; – τὸ λοιπὸν ἤδη, in Zukunft nun, 81. 167. 917; mit einem eigenthümilchen Ggstze, τοῖς μὲν γὰρ ἤδη, τοῖς δ' ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται O. C. 620; vgl. Eur. εὐτυχοῦσι δὲ οἱ μὲν τάχ', οἱ δ' ἐςαῦϑις, οἱ δ' ἤδη βροτῶν, Suppl. 651; Ar. οὐ τάχ' ἀλλ' ἤδη, sogleich, jetzt, ποιῶ, Ran. 527; Xen. Cyr. 4, 1, 4; αἱ ἤδη κολάσεις stehen den Drohungen entgegen, auf der Stelle vollzogene Züchtigungen, An. 7, 7, 24; vgl. τὴν ἤδη χάριν τοῦ μετὰ ταῦτα χρόνου παντὸς περὶ πλείονος ἡγεῖσϑαι, die gegenwärtigen, Dem. 23, 134. – Beim superlat., wie δή, ὡς τάχιστ' ἤδη Ar. Th. 662; vgl. Thuc. 6, 31.
См. также в других словарях:
πάνοπλος — in full armour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… … Dictionary of Greek
πάνοπλος — η, ο 1. ο καλά οπλισμένος, αυτός που έχει όλο τον οπλισμό του. 2. μτφ., ο καταρτισμένος, ο προετοιμασμένος: Ο νέος σήμερα πρέπει να έχει πολλά εφόδια, ώστε να μπει στον αγώνα της ζωής πάνοπλος. 3. για κράτος ή χώρα, ο έτοιμος για πόλεμο: Το έθνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάνοπλον — πάνοπλος in full armour masc/fem acc sg πάνοπλος in full armour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλοτάτην — πάνοπλος in full armour fem acc superl sg (attic epic ionic) πανοπλότατος the very youngest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόπλοις — πάνοπλος in full armour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόπλοισιν — πάνοπλος in full armour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόπλους — πάνοπλος in full armour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνοπλα — πάνοπλος in full armour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνοπλοι — πάνοπλος in full armour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
всеоружный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. πάνοπλος), хорошо вооруженный, снабженный всяким… … Словарь церковнославянского языка