-
1 πανετες
См. также в других словарях:
πάνετες — all the year long indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνετες — Α επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού έτους, ολοχρονίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ετες, ουδ. τού ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά ετες,, τρί ετες. Ο αναβιβασμός τού τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση τού τ.] … Dictionary of Greek