-
1 πανδημος
дор. πάνδᾱμος 21) всенародный, всеобщий(χάρις Arst.; δόξα Polyb.; ἐκκλησία, ἑορτή Plut.)
π. πόλις Soph. — все население города;π. στρατός Soph. — все войско (в целом);π. ἀγών Eur. — всенародное (публичное) состязание;πάνδημοι στέγαι Eur. — общественные здания2) обыденный, низменный, т.е. чувственный(Ἔρως, Ἀφροδίτη Plat. etc.)
-
2 Πάνδημος
Πάνδημοςthe whole body of: masc nom sg -
3 πάνδημος
πάνδημοςthe whole body of: masc /fem nom sg -
4 πάνδημος
-
5 πάνδημος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 3,18of the whole community, general, common -
6 πάνδημος
A = πανδήμιος (esp. in Prose), (lyr.); ; ; π. πόλις, στρατός, the whole body of the city, of the army, S.Ant.7, Aj. 844; π. χάρις general favour, Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a26;δόξα Plb. 31.25.8
;δεῖπνον IG7.2712.79
(Acraeph.); (iii/ iv A. D.); of diseases, pandemic, Gal. 17(1).2; epith. of Zeus at Athens, IG22.1075. Adv. -μως, = πανδημεί, τοὺς ἀνθρώπους εὐώχησε π. ib.5(2).268.43 ([place name] Mantinea).II π. Ἔρως vulgar love, opp. οὐράνιος, Pl.Smp. 180e sq., cf. X.Smp.8.9;π. Ἀφροδίτη Pl.Smp. 181a
, IG22.659, SIG 1014.57 (Erythrae, iii B. C.), Paus.1.22.3, Luc.DMeretr.7.1, etc. (also in pl., Dam.Pr.97 bis);π. ἐρασταί Pl.Smp. 181e
; π. μουσική common, vulgar music, Aristox.Fr.Hist.90; ἡ π. λέξις ordinary (common) speech, Phld.Rh.1.165 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνδημος
-
7 πάνδημος
παν-δήμιος, u. πάν-δημος, im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang -
8 πάνδημος
tum halkın katıldığı -
9 πανδήμως
πάνδημοςthe whole body of: adverbialπάνδημοςthe whole body of: masc /fem acc pl (doric) -
10 πάνδημον
πάνδημοςthe whole body of: masc /fem acc sgπάνδημοςthe whole body of: neut nom /voc /acc sg -
11 Πανδήμοιο
Πάνδημοςthe whole body of: masc gen sg (epic) -
12 Πανδήμοις
Πάνδημοςthe whole body of: masc dat pl -
13 Πανδήμοισι
Πάνδημοςthe whole body of: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
14 Πανδήμοισιν
Πάνδημοςthe whole body of: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
15 Πανδήμου
Πάνδημοςthe whole body of: masc gen sg -
16 Πανδήμους
Πάνδημοςthe whole body of: masc acc pl -
17 Πανδήμων
Πάνδημοςthe whole body of: masc gen pl -
18 Πανδήμως
Πάνδημοςthe whole body of: masc acc pl (doric) -
19 Πάνδημε
Πάνδημοςthe whole body of: masc voc sg -
20 Πάνδημοι
Πάνδημοςthe whole body of: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
Πάνδημος — the whole body of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδημος — the whole body of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… … Dictionary of Greek
πάνδημος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο το δήμο, δηλ. το λαό, ή γίνεται με τη συμμετοχή όλου του λαού: Πάνδημος εορτασμός της απελευθέρωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάνδημος, Αντώνιος — (17ος αι.). Λυρικός ποιητής από την Κρήτη στα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας και στα πρώτα της τουρκοκρατίας στην πατρίδα του. Μερικοί τον ονομάζουν Πανδίνο. Το 1619, όταν σπούδαζε στην Πάντοβα, έγιναν στο Ρέθυμνο οι γάμοι της Καλιέργας ή… … Dictionary of Greek
πανδήμως — πάνδημος the whole body of adverbial πάνδημος the whole body of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδημον — πάνδημος the whole body of masc/fem acc sg πάνδημος the whole body of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανδήμοιο — Πάνδημος the whole body of masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδήμοιο — πάνδημος the whole body of masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανδήμοις — Πάνδημος the whole body of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδήμοις — πάνδημος the whole body of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)