-
1 παμμελας
παμμέλαινα, πάμμελᾰν совершенно черный(ταῦροι, ὄϊς Hom.; κάμηλος Βακτριανή Luc.)
См. также в других словарях:
μελαμπόρφυρος — μελαμπόρφυρος, ον (Α) αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι πόρφυρος, παμ πόρφυρος)] … Dictionary of Greek