-
1 παμμικρος
См. также в других словарях:
πάμμικρος — πάμμικρος, ον (Α) ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μικρός] … Dictionary of Greek
πάμμικρον — πάμμικρος very small masc/fem acc sg πάμμικρος very small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμίκρου — πάμμικρος very small masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμικρα — πάμμικρος very small neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek