-
1 παγκληρος
-
2 πάγκληρος
πάγ-κληρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκληρος
-
3 πάγκληρος
πάγ-κληρος, die ganze Erbschaft besitzend, alles erbend -
4 παγκλήρως
πάγκληροςinherited: adverbialπάγκληροςinherited: masc /fem acc pl (doric) -
5 παγκλήρους
πάγκληροςinherited: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
πάγκληρος — πάγκληρος, ον (Α) αυτός που κατέχεται ολόκληρος ως κληρονομία. επίρρ... παγκλήρως (Α) κατά πλήρη κλήρο, κατά πλήρη κληρονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλῆρος] … Dictionary of Greek
παγκλήρως — πάγκληρος inherited adverbial πάγκληρος inherited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκλήρους — πάγκληρος inherited masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
παγκληρία — παγκληρία, ἡ (Α) [πάγκληρος] ολόκληρη η περιουσία που προέρχεται από κληρονομιά, πλήρης κληρονομία … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek