Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πώγων

См. также в других словарях:

  • Πώγων — beard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγων — beard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • Πώγων' — Πώγωνα , Πώγων beard masc acc sg Πώγωνι , Πώγων beard masc dat sg Πώγωνε , Πώγων beard masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγων' — πώγωνα , πώγων beard masc acc sg πώγωνι , πώγων beard masc dat sg πώγωνε , πώγων beard masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πωγώνων — Πώγων beard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωγώνων — πώγων beard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώγωνα — Πώγων beard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγωνα — πώγων beard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώγωνας — Πώγων beard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγωνας — πώγων beard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»