-
1 πύσσαχος
πύσσᾰχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύσσαχος
См. также в других словарях:
πύσσαχος — και πύσσακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ξύλον καμπύλον, τοῑς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον, ὅ κωλύει θηλάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek