-
101 comparative mortality figure
French\ \ chiffre comparatif de mortalitéGerman\ \ komperativer SterblichkeitskoeffizientDutch\ \ comparative mortality figureItalian\ \ coefficiente comparativo di mortalitàSpanish\ \ cifra de mortalidad comparativaCatalan\ \ xifra de mortalitat comparativaPortuguese\ \ valor de mortalidade comparada; número de mortalidade comparadaRomanian\ \ -Danish\ \ sammenlignende dødelighed talNorwegian\ \ komparative dødelighet figurSwedish\ \ jämförande dödlighet siffraGreek\ \ συγκριτικό ποσό θνησιμότηταFinnish\ \ kuolleisuuden vertauslukuHungarian\ \ összehasonlító halandósági számTurkish\ \ karşılaştırmalı ölümlülük grafiğiEstonian\ \ võrdlev suremusnäitajaLithuanian\ \ santykinis mirtingumo dydisSlovenian\ \ primerjalne smrtnost slikiPolish\ \ porównywalna stopa umieralnościRussian\ \ сравнительный показатель смертностиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ samanburðar dánartíðni myndEuskara\ \ konparatua heriotza figuraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ شكل مقارن للوفياتAfrikaans\ \ vergelykende sterftekoersChinese\ \ 可 对 比 的 死 亡 率 数 字Korean\ \ 비교사망자수 -
102 cumulative sum chart
French\ \ carte de somme cumuléeGerman\ \ kumulative Summenkarte; CUSUM-KarteDutch\ \ controlediagram voor de gecumuleerde som; cusumItalian\ \ carta di somma cumulativaSpanish\ \ carta de suma acumulativaCatalan\ \ diagrama de sumes acumulativesPortuguese\ \ gráfico de controle de somas (acumuladas)Romanian\ \ -Danish\ \ kumulative sum diagramNorwegian\ \ kumulative summen diagramSwedish\ \ kusumdiagramGreek\ \ σωρευτικό ποσό γράφημαFinnish\ \ kumulatiivinen summakortti (laadunvalvonnassa)Hungarian\ \ kumulált értékösszeg grafikonTurkish\ \ birikimli toplam grafiğiEstonian\ \ kumulatiivsummade graafikLithuanian\ \ kumuliacinis sumos grafikas; kumuliacinis sumos diagramaSlovenian\ \ skupna vsota grafičnePolish\ \ karta sum kumulacyjnychRussian\ \ график нарастающего итогаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ uppsöfnuð fjárhæð grafEuskara\ \ metatuaren batura taulaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ نمودار کنترل مجموع تجمعيArabic\ \ لوحة المجموع التراكميAfrikaans\ \ kumulatiewesom-kaart; kusomkaartChinese\ \ 累 积 和 图Korean\ \ 누적합(관리)도 -
103 factorial sum
French\ \ somme factorielleGerman\ \ faktorielle SummeDutch\ \ factoriële somItalian\ \ somma fattorialeSpanish\ \ suma factorialCatalan\ \ suma factorialPortuguese\ \ soma factorial; soma fatorial (bra)Romanian\ \ factorial sumaDanish\ \ faktoriel sumNorwegian\ \ faktorielle sumSwedish\ \ faktorialsummaGreek\ \ παραγοντικό ποσόFinnish\ \ kertomasummaHungarian\ \ faktoriális összegTurkish\ \ faktoryel toplamıEstonian\ \ faktoriaalsummaLithuanian\ \ faktorialinė sumaSlovenian\ \ faktorskim vsotaPolish\ \ suma silniowa; suma faktorialnaRussian\ \ факториальная суммаUkrainian\ \ факторіальна сумаSerbian\ \ факторијел збираIcelandic\ \ þáttatilraun summaEuskara\ \ faktoriala baturaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ المجموع العامليAfrikaans\ \ faktoriaalsomChinese\ \ 阶 乘 和Korean\ \ 계승합 -
104 power sum
French\ \ somme des puissances n-ièmes des observationsGerman\ \ PotenzsummeDutch\ \ kde-machtssomItalian\ \ somma di potenzaSpanish\ \ suma de potenciaCatalan\ \ suma de la potènciaPortuguese\ \ soma de potênciasRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ strøm sumSwedish\ \ makt summaGreek\ \ ποσό ενέργειαςFinnish\ \ potenssisummaHungarian\ \ hatványösszegTurkish\ \ güç toplamıEstonian\ \ astmete summaLithuanian\ \ laipsninė sumaSlovenian\ \ moči vsotaPolish\ \ szereg potęgowaRussian\ \ степенная суммаUkrainian\ \ степенева сумаSerbian\ \ -Icelandic\ \ máttur summaEuskara\ \ potentzia batuketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مجموع القوىAfrikaans\ \ som van magteChinese\ \ 幂 和Korean\ \ 거듭곱합, 멱합 -
105 контингент
[καντινγκιέντ] ουσ α καθορισμένο ποσό -
106 куш
[κούς] ουσ α μεγάλο ποσό χρημάτων -
107 насколько
[νασκόλ'κα] επίρ πόσο, κατά πόσον -
108 начисление
[νατσισλιένιιε] ουσ ο καταλογισμός, πρόσθετο ποσό -
109 сколько
[σκόλ’κα] επίρ πόσο -
110 что
[στό] αντ τι, κάτι, πόσο, που -
111 ай
ай 11. επιφ. (εκφράζει φόβο, τρόμο)• ό, αχ! ωχ!•ай! больно ό, πονά•
ай! сын упал αχ! το παιδί έπεσε.
Συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη και με την ίδια σημασία: ай-ай ή ай-ай-ай όι-όι, αχ-αχ, ωχ-ωχ κ. όι-οι-οι, αχ -αχ-αχ, ωχ-ωχ-ωχ.2. εκφράζει μομφή, ψόγο, κατάκριση• πωπώ!•ай! как нехорошо! πωπώ! πόσο (τι) άσχημα!
3. εκφράζει θαυμασμό, επιδοκιμασία• αχ! πωπώ! |ай! |как она поет αχ! τι ωραία που αυτή τραγουδάει.εκφρ.ай да... – να πως...•ай да молодец! – έτσι μπράβο παλικάρι μου!ай 2σύνδ. (διαλκ.) ή, είτε. -
112 ассигнование
-я ουδ.χρηματοδότηση. || το ποσό χρηματοδότησης, κονδύλιο. -
113 брать
беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•брать руками παίρνω με τα χέρια•
брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.
|| μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•
брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.
2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.
3. δέχομαι, προσδέχομαι•брать поручение παίρνω εντολή•
брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.
4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•брать долг παίρνω δάνειο•
брать приданое παίρνω προίκα.
|| ενοικιάζω•брать такси παίρνω ταξί.
|| αγοράζω•брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•
почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;
5. εισπράττω•брать налога παίρνω φόρο.
|| υποχρεώνω κάποιον•брать слово παίρνω λόγο•
брать обещание παίρνω υπόσχεση.
6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•-камень βγάζω πέτρα.
|| μτφ. δανείζομαι•брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.
7. κυριεύω, καταλαβαίνω•-город παίρνω την πόλη.
|| πιάνω, συλλαμβάνω•брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.
|| μτφ. κυριεύω, πιάνω•дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.
8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.
9. κατορθώνω, πετυχαίνω•он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.
10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.
11. βάλλω, κόβω, φτάνω•винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.
12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.
13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•брать во внимание προσέχω•
брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•
брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•
брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•
брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•
брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.
εκφρ.брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•наша берет – νικούμε•ваша берет – νικάτε.1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).
2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.
|| μτφ. ασχολούμαι•брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.
3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;
4. αναλαμβάνω•он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.
5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις
εκφρ.брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι). -
114 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
115 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
116 высев
-а α.1. σπορά, σπάρσιμο.2. το ποσό του σπόρου. -
117 высчитать
ρ.σ.μ.1. λογαριάζω, υπολογίζω, κάνω, βγάζω το λογαριασμό.2. κρατώ, αφαιρώ από το ποσό καταβολής. -
118 вычесть
-чту, -чтешь, παρλθ. χρ. вычел, -чла, -чло, μτχ. παρλθ. χρ. вычетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычтенный, βρ: -тен, -а, -ο, επίρ. μτχ. вычтя, ρ.σ.μ.1. (μαθ.) αφαιρώ, βγάζω•вычесть семь от десяти αφαιρώ εφτά από τα δέκα.
2. κρατώ, κάνω κράτηση από το ολικό ποσό•вычесть задолжность κρατώ το χρέος.
-
119 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
-
120 доходность
-и θ.ποσό εσόδων.
См. также в других словарях:
ποσό — το, Ν βλ. ποσόν … Dictionary of Greek
ποσό — το 1. καθετί που μετριέται, αλλ. ποσότητα. 2. ποσότητα χρημάτων: Τα μεγάλα έργα χρειάζονται και μεγάλα ποσά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρικά — Ποσό που έδινε το αρχαίο αθηναϊκό κράτος στους άπορους πολίτες, για να μπορούν να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις στις μεγάλες γιορτές του δήμου. Ο θεσμός, που αποδίδεται στον Περικλή, είναι ενδεικτικός της σημασίας που προσέδιδαν οι… … Dictionary of Greek
πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek