Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πόρπαξ

См. также в других словарях:

  • πόρπαξ — πόρπᾱξ , πόρπαξ handle masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά …   Dictionary of Greek

  • πόρπαχ' — πόρπᾱκα , πόρπαξ handle masc acc sg πόρπᾱκι , πόρπαξ handle masc dat sg πόρπᾱκε , πόρπαξ handle masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • ГОПЛИТЫ —    • Όπλι̃ται,          пешие воины с тяжелым вооружением в войсках греков; в героическое время они были лишь неважной дружиной какого нибудь знатного человека, правителя. После переселения дорян способ ведения войны изменился, так что Г. не… …   Реальный словарь классических древностей

  • μισοπόρπαξ — μισοπόρπαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μισεί τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πόρπαξ «λαβή τής ασπίδας» (< πείρω «διατρυπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

  • πορπακίζομαι — Α [πόρπαξ, ακος] 1. πιάνω την ασπίδα από τον πόρπακα, από τη λαβή, είμαι έτοιμος για μάχη …   Dictionary of Greek

  • όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • πορπάκων — πορπά̱κων , πόρπαξ handle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρπακα — πόρπᾱκα , πόρπαξ handle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»