-
1 πόρπᾱξ
πόρπᾱξ, ᾱκος, ὁ, die Handhabe, an der man den Schild faßte u. handhabte, wahrscheinlich ein metallner Ring, κρίκος, od. ein Riemen an der innern Wölbung des Schildes, der herausgenommen werden konnte (vgl. ὀχάνη); διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον σάκος, Soph. Ai. 573, nach Schol. für ὄχανον gesetzt; ἐμβαλὼν πόρπακι χεῖρα, Eur. Hel. 1392 (bei dem es auch ein Theil des Pferdegeschirrs, wahrscheinlich der Kopfriemen ist, Rhes. 384); Ar. Equ. 846. 855. Einzeln noch bei Sp. (mit πόρπη zusammenhangend, w. m. s.)
-
2 πόρπᾱξ
-
3 μῑσο-πόρπαξ
μῑσο-πόρπαξ, den Schildgriff, d. i. übh. den Krieg hassend, der Hasseschild, Ar. Pax 662, komisch im superl., ἴϑ' ὦ γυναικῶν μισοπορπακιστάτη.
-
4 πόρπη
πόρπη, ἡ (wahrscheinlich von πείρω, περάω, durchstechen), der Ring an der Spange, Schnalle, in welchem die περόνη befestigt war, u. übh. Spange, Heftel, Il. 18. 401, h. Ven. 164, bei der weiblichen Kleidung gebraucht; χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας, Eur. Phoen. 62; χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν, El. 318. Nach Poll. 7, 54 an der Brust, wie περόνη an der Schulter. – Einzeln bei Sp. – Hesych. erkl. auch ὁ ἀνοχεὺς τῆς ἀσπίδος, εἰς ὃν ὁ πῆχυς ἀνίεται, also = πόρπαξ.
-
5 πολύῤ-ῥαφος
πολύῤ-ῥαφος, dasselbe, πόρπαξ, Soph. Ai. 572.
-
6 σιδηρόδετος
σιδηρόδετος, mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; ξύλον σιδηρόδετον, Her. 9, 37; πόρπαξ, Bacchylid. fr. 12; sp. D.
-
7 ὄχανον
ὄχανον, τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern τελαμών (was zu vgl.); von πόρπαξ ist es nach Plut. (s. ὀχάνη) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.
-
8 μῑσοπόρπαξ
μῑσο-πόρπαξ, den Schildgriff, d. i. übh. den Krieg hassend, der Hasseschild
См. также в других словарях:
πόρπαξ — πόρπᾱξ , πόρπαξ handle masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά … Dictionary of Greek
πόρπαχ' — πόρπᾱκα , πόρπαξ handle masc acc sg πόρπᾱκι , πόρπαξ handle masc dat sg πόρπᾱκε , πόρπαξ handle masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРУЖИЕ — • Arma. I. У греков. Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) … Реальный словарь классических древностей
ГОПЛИТЫ — • Όπλι̃ται, пешие воины с тяжелым вооружением в войсках греков; в героическое время они были лишь неважной дружиной какого нибудь знатного человека, правителя. После переселения дорян способ ведения войны изменился, так что Г. не… … Реальный словарь классических древностей
μισοπόρπαξ — μισοπόρπαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μισεί τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πόρπαξ «λαβή τής ασπίδας» (< πείρω «διατρυπώ»)] … Dictionary of Greek
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
πορπακίζομαι — Α [πόρπαξ, ακος] 1. πιάνω την ασπίδα από τον πόρπακα, από τη λαβή, είμαι έτοιμος για μάχη … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
πορπάκων — πορπά̱κων , πόρπαξ handle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπακα — πόρπᾱκα , πόρπαξ handle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)