Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόππυσμα

См. также в других словарях:

  • πόππυσμα — smacking of lips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών …   Dictionary of Greek

  • ποππυσμάτων — πόππυσμα smacking of lips neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποππύσματα — πόππυσμα smacking of lips neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»