-
1 επανθιζω
1) расцвечивать, раскрашивать(χρῶμασιν ἐπηνθισμένος Diod.)
2) украшать(ἐλέφαντα τῷ χρυοῷ Luc.)
ἐ. τινὴ ἐρύθημα Luc. — покрыть кого-л. румянами3) перен. уснащать(παιᾶνα κωκυτοῖς Aesch.)
4) отягощать(τινὰ πολλοῖς πονοισι Aesch.)
5) med. обагрять себя(αἷμα Aesch.)
См. также в других словарях:
πόνοισι — πόνος work masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοισ' — πόνοισι , πόνος work masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek
επανθίζω — (Α ἐπανθίζω) στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.) αρχ. ποικίλλω («ἰὼ πολλοῑς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek