-
1 πόνημα
-
2 πονημα
- ατος τό труд, плод трудов, произведениеπ. μελισσᾶν Eur. — труд пчел, т.е. мед;
Ἰλιὰς τὸ π. μιᾶς χάριν ἐστὴ γυναικός Anth. «Илиада» есть произведение, (написанное) из-за одной единственной женщины (т.е. Елены) -
3 πόνημα
πόνημαthat which is wrought: neut nom /voc /acc sg -
4 πόνημα
-
5 πόνημα
πόνημα, τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk -
6 πόνημα
[понима] ουσ. о. труд, произведени. еΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πόνημα
-
7 πόνημα
[понима] ουσ ο труд, произведени. е. -
8 φιλο-πόνημα
φιλο-πόνημα, τό, etwas mit Liebe u. Fleiß Gearbeitetes, Phot.
-
9 ματαιο-πόνημα
ματαιο-πόνημα, τό, vergebliche Arbeit, Anstrengung, Iambl. v. Pyth. p. 58.
-
10 πονημάτων
πόνημαthat which is wrought: neut gen pl -
11 πονήμασι
πόνημαthat which is wrought: neut dat pl -
12 πονήμασιν
πόνημαthat which is wrought: neut dat pl -
13 πονήματα
πόνημαthat which is wrought: neut nom /voc /acc pl -
14 πονήματι
πόνημαthat which is wrought: neut dat sg -
15 πονήματος
πόνημαthat which is wrought: neut gen sg -
16 πονημάτιον
πονημάτιον, τό, dim. von πόνημα, bes. kleines Werk, Buch, Sp.
-
17 εὐ-γνώμων
εὐ-γνώμων, ον, von guter Gesinnung, billig, der ein Einsehen hat, Xen. Mem. 2, 8, 6; Arist. Eth. 6, 11 ἡ καλουμένη γνώμη, καϑ' ἣν εὐγνώμονας καὶ ἔχειν γνώμην φαμέν, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρί. σις ὀρϑή; ἀκροατῶν εὐγνωμόνων δεησόμεϑα, billige, nachsichtige, Plut. Thes. 1; ἐχϑρὸς εὐγν. καὶ πρᾷος Arat. 10; καὶ φιλάνϑρωπος λόγος Demetr. 5; εὐγνώμονα καὶ δίκαια γράφειν Anton. 79; bei D. Hal. 7, 36 im Ggstz von βίαιος; Agath. 40 ( Plan. 41) εὔγ. πόνημα; einsichtsvoll, klug, Aesch. 3, 170; Plut. u. a. Sp. – Comparat., Andoc. 2, 6; ψεῠδος τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον, eine ehrlichere Lüge, Luc. V. H. 1, 4. – Adv. εὐγνωμόνως, klug, Xen. Ages. 2, 25 u. oft bei Plut.
-
18 διαπονημα
-
19 этюд
1. иск. το δοκίμιο του ζωγράφου, η ζωγραφιά 2. литер. το μικρό φιλολογικό έργο, η μελέτη, το μελέτημα, το πόνημα 3. муз. η σπουδή, το ετούδο, το ετίντ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > этюд
-
20 слово
слово 1-а, πλθ. слова, слов, -амκ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.1. λέξη•значение -а η σημασία της λέξης•
иностранные -а ξένες λέξεις.
2. ομιλία, γλώσσα.3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.4. υπόσχεση, λόγος•держать своё слово κρατώ το λόγο•
связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.
5. αγόρευση•просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•
предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•
приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•
вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).
6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).εκφρ.новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•одним -ом – κ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.слово 2-а ουδ.παλαιά ονομασία του γράμματος «С»εκφρ.слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-с – παλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πόνημα — that which is wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνημα — ατος, το, ΝΜΑ [πονώ] 1. το αποτέλεσμα τού πονώ, έργο το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο 2. (κυρίως για πνευματικό έργο) συγγραφικό έργο, βιβλίο μσν. αρχ. μικρός ύμνος … Dictionary of Greek
πόνημα — το, ατος 1. ό,τι κατορθώνεται με κόπο. 2. συγγραφικό έργο: Οι εκθέσεις είναι πονήματα των μαθητών και πρέπει να επιστρέφονται σ αυτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονημάτων — πόνημα that which is wrought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονήμασι — πόνημα that which is wrought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονήμασιν — πόνημα that which is wrought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονήματα — πόνημα that which is wrought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονήματι — πόνημα that which is wrought neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονήματος — πόνημα that which is wrought neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… … Wikipedia
Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… … Wikipedia Español