Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πόλφος

См. также в других словарях:

  • πολφός — farinaceous food masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολφός — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. πολτώδης ουσία που καταλαμβάνει την κεντρική κοιλότητα τού δοντιού, συνδέοντας μέσω τής πολφικής κοιλότητας τής ρίζας του το εσωτερικό τού δοντιού με την επιφάνειά του 2. το παρέγχυμα τής σπλήνας, πολτώδης και μαλακή ουσία που… …   Dictionary of Greek

  • πολφοί — πολφός farinaceous food masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολφούς — πολφός farinaceous food masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολφῶν — πολφός farinaceous food masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… …   Dictionary of Greek

  • полба — Обычно сравнивается как родственное с греч. πολφός лапша , πολφοφάκη кушанье из лапши с бобами , πλεφίς ̇ σησαμίς (Гесихий) и далее – с лат. pollenta ячневая каша , роllеn тонкая мука, пыль , pultāre толочь ; см. Младенов, Мel. Мikkola 185 и сл.; …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PULMENTUM Unctiusculum — Plauto, Pseud. Actu 1. sc. 2. v. 85. βάμμα est; quod unctum Persio, Sat. 3. v. 102. cenare sine uncto, i. e. oleo. Plin. l. 19. c. 4. Nec caules ut nunc maxime probabant, damnantes pulmentaria, quae egerent aliô pulmentariô, id erat eleo parcere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λειριοπολφανεμώνη — λειριοπολφανεμώνη, ἡ (Α) (κωμ. σύνθ.) ομελέτα παρασκευασμένη από κρίνα, πολφούς και ανεμώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείριον + πολφός + ἀνεμώνη] …   Dictionary of Greek

  • πλεφίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «σησαμίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τον τ. πολφός*] …   Dictionary of Greek

  • πολφίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού οδοντικού πολφού, που αποτελεί συχνότερα επιπλοκή τής τερηδόνας τών δοντιών, εκδηλώνεται με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, αυτόματους, διαλείποντες πόνους, οι οποίοι ακτινοβολούν στη γύρω περιοχή και εκλύονται ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»