-
1 αἰπύς
Grammatical information: adj.Meaning: `steep' (Il.)Other forms: Other stem in αἰπά ( αἰπὰ ῥέεθρα Θ 369) and αἰπήν ( πόλιν... αἰπήν γ 130 etc.), maybe a metrical device.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etym. - Here perhaps αἶψα, s. s.v. - Fur. 158 further connects ἐξαιφνής \/ ἐξαπίνης, ἄφνω \/ ἄφαρ, which is as good as that with αἶψα (π\/φ is well known, lab. \/ ψ also, cf. δέφω \/ δέψω, βίττκαος \/ ψιττακός); many Pre-Greek words begin with αἰ-.Page in Frisk: 1,43Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰπύς
См. также в других словарях:
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek