-
1 πωρ-όμφαλον
πωρ-όμφαλον, τό, Nabelverhärtung, Medic.
-
2 πωρ-ώδης
πωρ-ώδης, ες, tuffsteinartig, Sp.
-
3 πωρέω
A s.v. ταλαίπωρος. -
4 πωρητύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωρητύς
-
5 πωρόω
2 unite fractured bones by a callus, Id.Fract.47 ([voice] Pass.), Dsc.1.70,84:—[voice] Pass., become hard, Arist.Aud. 802b8, Thphr.HP4.15.2; become thickened, coagulated, Hp.Steril. 222.III in [voice] Pass., become insensible, of the flesh, : metaph., become insensible, obtuse, or blind, of the heart, Ev.Marc.6.52, 8.17, Ep.Rom.11.7; . -
6 πωρώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωρώδης
-
7 πώρωμα
-
8 πώρωσις
A process by which the extremities of fractured bones are reunited by a callus, Hp. Fract.23 (pl.), Art.15, Gal.1.387.II metaph., obtuseness, blindness,τῆς καρδίας Ev.Marc.3.5
, Ep.Eph.4.18: abs., Ep.Rom.11.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πώρωσις
-
9 πωρόμφαλον
πωρ-όμφαλον, τό, Nabelverhärtung -
10 πωρώδης
πωρ-ώδης, ες, tuffsteinartig -
11 πῶρος (1)
Grammatical information: m.Meaning: `tuff' (Arist., Thphr., hell. inscr. a.o.), in Anatolia `stone- or chalk-formation, concretion, stone in the bladder, kidney etc.' (Hp., Arist. a.o.).Compounds: As 1. member a.o. in πωρ-όμφαλον n. subst. bahuvrihi `concretion in the navel' (Gal.).Derivatives: 1. Dimin. πωρ-ίον, - ίδιον n. `callosity' (medic.); 2. adj. πώρ-ινος `of tuff' (Hdt., Ar., hell. inscr. a.o.), - εία λίθος `tuff' (Str.), - ώδης 'π. -like' (Gal.); 3. verb πωρ-όομαι, - όω, also w. δια-, ἐπι-, συν-, `to petrify, to harden, to grow together in a concretion, grow hard' (Hp., Arist., Thphr., NT) with ( ἐπι-) πώρ-ωμα, - ωσις `petrification, concretion' (Hp., Gal., NT). 4. πωρ-ίασις f. `callus on the eye-lid' (Gal.), as if from *πωρ-ιᾶν (Schwyzer 732).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Orig. indicating a kind of stone and at home in building, πῶρος with its derivv. was used esp. by the medics. No etymology. Acc. to Haupt Actes du 16. congr. des orient. (1912) 84f. from Assyr. pûlu `shell-lime'. With πωρεῖν κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι λυπῆσαι H. and πωρητύς f. `pain' (Antim.) no connection seems possible. Cf. however ταλαίπωρος. -- Furnée 328 connects *ψῶρος in ψωρίτης λίθος `a kind of marble' (Cyran 46), and Hitt. purut- `loam, chalk, mortar'.Page in Frisk: 2,635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῶρος (1)
См. также в других словарях:
Fegefeuer — (Purgatorium), nach dem Glauben der Römischkatholischen der Läuterungs u. Reinigungszustand der Seelen nach deren Trennung von dem Körper. Diejenigen Verstorbenen nämlich, welche zwar frei von schweren Vergehungen u. im Stande der Gnade gestorben … Pierer's Universal-Lexikon
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia
καρύινος — η, ο (AM καρύϊνος, ΐνη, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη στενή στάμνα αρχ. 1. αυτός που προέρχεται από καρύδι («καρύϊνον ἔλαιον» το καρυδέλαιο, Γαλ.) 2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» οίνος που παραγόταν… … Dictionary of Greek
σαρκόμφαλο — το / σαρκόμφαλον, ΝΑ όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ όμφαλον)] … Dictionary of Greek
ΟΟΣΑ — Αρχικά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης που δημιουργήθηκε από τα κράτη της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Διεθνώς αναφέρεται ως O.E.C.D., από τον αγγλικό τίτλο Organization for Economic Cooperation and Development ή … Dictionary of Greek