Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πωρ-όω

См. также в других словарях:

  • Fegefeuer — (Purgatorium), nach dem Glauben der Römischkatholischen der Läuterungs u. Reinigungszustand der Seelen nach deren Trennung von dem Körper. Diejenigen Verstorbenen nämlich, welche zwar frei von schweren Vergehungen u. im Stande der Gnade gestorben …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …   Deutsch Wikipedia

  • καρύινος — η, ο (AM καρύϊνος, ΐνη, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη στενή στάμνα αρχ. 1. αυτός που προέρχεται από καρύδι («καρύϊνον ἔλαιον» το καρυδέλαιο, Γαλ.) 2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» οίνος που παραγόταν… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόμφαλο — το / σαρκόμφαλον, ΝΑ όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ όμφαλον)] …   Dictionary of Greek

  • ΟΟΣΑ — Αρχικά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης που δημιουργήθηκε από τα κράτη της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Διεθνώς αναφέρεται ως O.E.C.D., από τον αγγλικό τίτλο Organization for Economic Cooperation and Development ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»