-
1 πωρο-λυτικός
πωρο-λυτικός, ή, όν, Verhärtung auflösend, Paul. Aeg.
-
2 πωρολυτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωρολυτικός
-
3 πωρολυτικός
πωρο-λυτικός, ή, όν, Verhärtung auflösend
См. также в других словарях:
πωρολυτικός — ή, όν, Μ αυτός που διαλύει τον πώρο, το πουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + λυτικός (λύτης < λύω «διαλύω»)] … Dictionary of Greek