-
1 πωλοδαμνούντας
-
2 πωλοδαμνοῦντας
См. также в других словарях:
πωλοδαμνοῦντας — πωλοδαμνέω break young horses pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πωλοδαμνούντας
2 πωλοδαμνοῦντας
πωλοδαμνοῦντας — πωλοδαμνέω break young horses pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)