-
1 πωλητήρα
-
2 πωλητῆρα
-
3 πωλητήριον
πωλ-ητήριον, τό,A place where wares are sold, auction-room, shop, Hermipp.93 (nisi leg. πωλητῆρα), X.Vect.3.13 (pl.), App.BC3.23 (pl.).II τὸ π. τοῦ μετοικίου the office of theGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλητήριον
См. также в других словарях:
πωλητῆρα — πωλητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)