-
1 πωλητής
[политис] ουσ. а. продавец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πωλητής
-
2 продавец
-
3 продавец
ο πωλητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продавец
-
4 продавец
продавецм ὁ πωλητής, ὁ πουλητής:\продавец вина ὁ οίνοπώλης, ὁ κρασοπώλης· \продавец ко́фе ὁ καφεπώλης. -
5 продавец
[πρανταβιέτς] ουσ. α πωλητής -
6 продавец
[πρανταβιέτς] ουσ. α πωλητής -
7 продавец
[πρανταβιέτς] ουσ α πωλητής -
8 продавец
[πρανταβιέτς] ουσ α πωλητής -
9 калачник
-а α.φούρναρης ή πωλητής κουλουριών. -
10 краснорядец
-дца α. παλ. πωλητής υφασμάτων στη λαϊκή αγορά. -
11 лабазник
-а α.περιπτερούχος• μαγαζάτορας. || πωλητής. -
12 ларёчник
-а α.-ца, -ы θ.πωλητής, -τρία• περιπτερούχος. -
13 мальчик
-а α.1. αγόρι•-и и девочки αγόρια και κορίτσια.
|| ηλικιωμένος με παιδική νοοτροπία.2. παλ. νεαρός υπηρέτης ή νεαρός υπάλληλος-πωλητής.εκφρ.мальчик с пальчик – (στα παραμύθια) πιτσιρικάκι, μικρός σαν το δαχτυλάκι. -
14 манекенщик
-а α.-ца, -ы θ.κατασκευαστής, -άστρια μανεκέν. || πωλητής, -ήτρια, ετοίμων ενδυμάτων. -
15 мануфактурист
-а α.1. ιδιοκτήτης μανιφατούρας.2. πωλητής υφασμάτων. -
16 офеня
-и θ.μεταπράτης, γυρολόγος, πλανόδιος πωλητής. -
17 продавец
-вца α. πωλητής•продавец цветов ανθοπώλης•
продавец книг βιβλιοπώλης•
продавец фруктов οπωροπώλης•
продавец овощей λαχανοπώλης•
продавец рыб ιχθυοπώλης•
продавец мяса βλ. мясник
продавец вина κρασοπώλης•
продавец старых вещей παλαιοπώλης.
-
18 продавщик
-а α.-ца, -ы θ. παλ. πωλητής, -ήτρια. -
19 разносчик
-а α.-ца, -ы θ.1. κομιστής, διανομέας•ταχυδρόμος•разносчик посылок διανομέας δεμάτων.
2. πωλητής πλανόδιος•разносчик газет πλανόδιος εφημεριδοπώλης.
-
20 сиделец
-льца α., παλ. • πωλητής.
См. также в других словарях:
πωλητής — πωλητής, ο και πουλητής, ο θηλ. ήτρια αυτός που πουλάει ή πούλησε κάτι (αντίθ. αγοραστής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωλητής — seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητής — ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ] αυτός που πουλά κάτι νεοελλ. υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αρχ. 1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες… … Dictionary of Greek
πωληταῖς — πωλητής seller masc dat pl πωλητός for sale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωληταί — πωλητής seller masc nom/voc pl πωλητός for sale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητήν — πωλητής seller masc acc sg (attic epic ionic) πωλητός for sale fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητῶν — πωλητής seller masc gen pl πωλητός for sale fem gen pl πωλητός for sale masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… … Dictionary of Greek
ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] … Dictionary of Greek